- αποδεκατώ
- ἀποδεκατῶ (-όω) (AM)παίρνω ή καταβάλλω το δέκατο ενός ποσού, τον φόρο της δεκάτηςμσν.προσφέρω στον Θεό ημέρες νηστείας.[ΕΤΥΜΟΛ. απο-* + δεκατώ < δέκατος, -η, -ον < δέκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδεκατῶ — ἀποδεκατόω tithe pres subj act 1st sg ἀποδεκατόω tithe pres ind act 1st sg ἀποδεκατόω tithe pres subj act 1st sg ἀποδεκατόω tithe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποδεκατώ — όω, Μ ἀποδεκατῶ* συγχρόνως («τοῡτον ἀφιέρωσε τῷ θεῷ, συναποδεκατώσας αὐτῷ πάντα τὰ ὑπάρχοντα καὶ ἀναθέμενος τῷ θεῷ», Γεώργ. Σύγκ.) … Dictionary of Greek